Dictionary of Greek. 2013.
σφαδασμός — ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α [σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφαδάζω … Dictionary of Greek